ΑΠΟ ΤΑ ΑΔΥΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ
Ν. 3500/2006 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ.
Νικολέτα Μπεχλιβάνη*
(Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Κοινωνική Εργασία" Τεύχος 86/2007 σελ. 89-104)
Περίληψη
Η πρόσφατη θέσπιση του νόμου για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας δημιουργεί αισιοδοξία όχι τόσο για την παρεχόμενη προστασία των θυμάτων από τις επιμέρους ρυθμίσεις του, όσο για την καλλιέργεια μιας καινούριας αντίληψης που αναφέρεται στην αποδοκιμασία και στη μηδενική ανοχή απέναντι στα κρούσματα κακοποίησης στο χώρο της οικογένειας. Η ενδοοικογενειακή βία παύει να θεωρείται ιδιωτική υπόθεση αλλά ανάγεται σε κοινωνικό πρόβλημα για την αντιμετώπιση του οποίου εκτός από την επιβολή κυρώσεων επιστρατεύονται θεσμοί συνδιαλλαγής και κοινωνικής αρωγής των πρωταγωνιστών. Από τις καινοφανείς διατάξεις του νέου νόμου, αναφέρονται η αναγνώριση της θυματοποίησης των παιδιών ακόμη και αν δεν είναι οι άμεσοι αποδέκτες της βίαιης συμπεριφοράς, η ρητή απαγόρευση ως μέσο σωφρονισμού της σωματικής τιμωρίας των παιδιών, η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στα θύματα, η αναγωγή του βιασμού μέσα στο γάμο σε αξιόποινη πράξη, η αυτεπάγγελτη δίωξη των πλημμελημάτων, η ποινική διαμεσολάβηση.
Εισαγωγή
Το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας το οποίο στο πέρασμα των χρόνων αποτυπώθηκε στη μυθολογία, στην ιστορία, στη λογοτεχνία και γενικότερα στην τέχνη και στις προφορικές μαρτυρίες των γεροντότερων, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και να αντανακλάται σε συμπεριφορές που οικοδομούνται στα ρήγματα των οικογενειακών σχέσεων ενώ αντίστοιχα περιστατικά, φιλοξενούνται όχι σπάνια στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και τον Τύπο. Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής κακοποίησης συνδέεται άμεσα με τη δύναμη και την εξουσία που υπάρχει ανάμεσα στα φύλα, δηλαδή με τη δύναμη και την εξουσία του θύτη απέναντι στο θύμα και γι? αυτό ασκείται κυρίως από τον άνδρα σε βάρος της γυναίκας και των παιδιών με βαρύτερη μορφή αυτή της αιμομιξίας, αλλά και από τη γυναίκα εις βάρος των παιδιών. Επιπρόσθετα, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση σε όλες της τις μορφές αποτελεί εις βάρος συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, κατάφωρη παραβίαση θεμελιωδών αρχών του διεθνούς και εθνικού δικαίου όπως αυτών της προστασίας της ανθρώπινης αξίας, της σωματικής ακεραιότητας και της προσωπικότητας, της ισότητας, της προστασίας και της ειδικής μέριμνας για την παιδική ηλικία και την οικογένεια κ.α.
Η αναγκαιότητα της προστασίας των δικαιωμάτων αυτών σηματοδότησε σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας την εκδήλωση ενδιαφέροντος των κοινωνικών επιστημών για σχετικά θέματα. Ακόμη, σε πολιτικό επίπεδο παρατηρήθηκε ανάληψη δραστηριοτήτων από τους διεθνείς οργανισμούς και τις εκάστοτε πολιτικές εξουσίες που κλήθηκαν να δώσουν λύσεις για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.Η χώρα μας μέχρι πρόσφατα, δεν ακολούθησε τη διεθνή ?σχετική με την ενδοοικογενειακή κακοποίηση ? κινητικότητα αν και παρόμοια περιστατικά έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και απασχολούσαν τόσο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης όσο και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας μέσα από την εθνική νομοθεσία.
Κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στο ισχύον -μέχρι την εφαρμογή του νέου νόμου- νομικό πλαίσιο προκειμένου να καταδειχτούν οι αλλαγές που τυχόν επέρχονται με το ν. 3500/2006 αφού ο Νόμος παραμένει ο θεματοφύλακας της παιδικής ηλικίας και της προστασίας της οικογένειας. Η άσκηση κακοποίησης στα πλαίσια της οικογένειας παραβιάζει τις Αρχές που πρεσβεύουν συνταγματικές διατάξεις και αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές για τον κοινό νομοθέτη, όπως η ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η απαγόρευση των βασανιστηρίων καθώς και κάθε προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η ποινική νομοθεσία δεν αξιοποιήθηκε ως προς την ιδεολογική-παιδαγωγική λειτουργία της αφού στο χώρο των οικογενειακών σχέσεων δεν έχει γίνει αντίστοιχος εκσυγχρονισμός με αυτόν που συντελέστηκε μετά το 1983 στο οικογενειακό δίκαιο. Έτσι, οι αρχές της ισονομίας, της συντροφικότητας και η παιδοκεντρική αντίληψη που ήδη κυριαρχούν στις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, δεν χαρακτηρίζουν αντίστοιχα τις οικογενειακές σχέσεις όταν οι τελευταίες αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ποινικού δικαίου όπου φαίνεται να συντηρείται ένα πλέγμα εξάρτησης παιδιών-γονέων και να κατοχυρώνονται ιδεολογικά η εξουσία πάνω στο παιδί και η υποτέλεια της συζύγου. Ο ποινικός κώδικας αντιμετωπίζει τη βία στις οικογενειακές σχέσεις όχι με ειδικές διατάξεις αλλά με διατάξεις που αναφέρονται ως επί το πλείστον στην τέλεση αδικημάτων ανεξάρτητα από το αν τελούνται ή όχι στα πλαίσια της οικογένειας, ανεξάρτητα από τη σχέση που συνδέει το θύτη με το θύμα. Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, η εγκληματική συμπεριφορά στα πλαίσια της οικογένειας δεν αντιστοιχεί ούτε σε ιδιώνυμα αδικήματα ούτε σε προνομιούχες μορφές των κοινών αδικημάτων κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας κ.λ.π. Η ενιαία όμως αυτή αντιμετώπιση αποβαίνει εις βάρος της προστασίας των οικογενειακών σχέσεων αφού είναι τελείως διαφορετική η σημειολογία της ίδιας βίαιης ενέργειας που εκδηλώνεται σε διαφορετικούς χώρους, π.χ σε αθλητικό χώρο μεταξύ φιλάθλων και στον οικογενειακό χώρο μεταξύ των συζύγων. Η ιδιαιτερότητα της ως άνω εγκληματικής συμπεριφοράς που πιθανόν υπαγορεύει διαφορετική αντιμετώπιση, συνίσταται και στα εξής: Υπάρχουν μέλη της οικογένειας όπως τα παιδιά ή τα υπερήλικα μέλη, που είναι λόγω της κατάστασής τους ή της ηλικίας τους(εξάρτηση από τους γονείς, ανάγκη για παροχή ιδιαίτερων φροντίδων κ.λ.π), περισσότερο ευάλωτα ή ευπρόσβλητα στην εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς. Ακόμη, οι συνέπειες των αξιόποινων πράξεων ενάντια στα μέλη της οικογένειας, είναι ιδιαίτερα βλαπτικές: Οι σωματικές βλάβες μπορεί να θεραπεύονται δυσκολότερα ή να αποκλείουν την επάνοδο στην προηγούμενη κατάσταση υγείας -αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ένα απλό κτύπημα που μπορεί να μην έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για έναν ενήλικα, μπορεί να επιφέρει ακόμη και τον θάνατο ενός ηλικιωμένου ατόμου ή ενός βρέφους. Εκείνες όμως που δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν ως ιάσιμες, είναι οι ψυχικές συνέπειες της εγκληματικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της οικογένειας πολύ περισσότερο όταν η ως άνω συμπεριφορά "υποθηκεύει" την ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών. Πολλά από τα αδικήματα που τελούνται εις βάρος των μελών της ίδιας οικογένειας και για τα οποία αδικήματα εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του ποινικού νόμου, δεν διώκονται αυτεπάγγελτα(π.χ απλή σωματική βλάβη, εξύβριση, απειλή κ.λ.π) με αποτέλεσμα σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές, να πρέπει να υποβάλλει έγκληση ο δράστης όταν το θύμα που είναι ανήλικο άτομο βρίσκεται υπό την επιμέλειά του ή ο δράστης να είναι το άτομο από το οποίο είναι εξαρτημένο το θύμα(π.χ ηλικιωμένος) οπότε και για ευνόητους λόγους δεν θα τον καταγγείλει. Η μη τιμώρηση του βιασμού στα πλαίσια του γάμου υπό τη μορφή του εξαναγκασμού σε συνουσία και μετά την αναθεώρηση του 1984, υποδηλώνει τη μη αναγνώριση της προσβολής που υφίσταται η σύζυγος στην προσωπική της ελευθερία υπό την ειδικότερη μορφή σχετικά με τη γενετήσια δραστηριότητα. Έτσι, η βαρύτατη προσβολή κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι ισόβιες ψυχολογικές συνέπειες για το θύμα, τα αθεράπευτα ψυχικά τραύματα, θεωρήθηκαν ότι έπρεπε να αναγνωρισθούν στη σύζυγο και να την προστατέψουν αντίστοιχα μόνο για την περίπτωση του εξαναγκασμού σε ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός της συζύγου από τον σύζυγο για ερωτική συνεύρεση θεωρήθηκε αφενός εσωτερικό θέμα των συζύγων αφετέρου ενάσκηση νομίμου δικαιώματος. Αλλά και στον τομέα της παιδικής προστασίας, το Ποινικό Δίκαιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αναχρονιστικό: τα έννομα αγαθά "παιδί" ή "ανηλικότητα" δεν προστατεύονται αυτοτελώς ως αξία αλλά μόνο στα πλαίσια άλλων αξιών. Η διάταξη του άρθρου 312ΠΚ που θεωρείται προστατευτική για το παιδί σύμφωνα με την οποία η κακομεταχείριση των παιδιών τιμωρείται ως ιδιαίτερη περίπτωση εγκλήματος σωματικής βλάβης, θέτει τόσο αυστηρές προϋποθέσεις και δύσκολα αποδείξιμες για την εφαρμογή της, ώστε πέρα από την αναχρονιστικότητά της, δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό για το αν αποθαρρύνει ή αντίθετα ενθαρρύνει η εν λόγω διάταξη κάποιες μορφές κακοποίησης του παιδιού μέσα στην οικογένεια: η κακοποίηση που δεν είναι το αποτέλεσμα κακόβουλης παραμέλησης των υποχρεώσεων του γονέα απέναντι στο παιδί ή που δεν ανταποκρίνεται στο χαρακτηρισμό της συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς μπορεί και να μη στοιχειοθετεί εγκληματική πράξη εφόσον συνιστά τιμωρία σε "λογικά πλαίσια" και ασκείται κατά την άσκηση του δικαιώματος σωφρονισμού των παιδιών από τους γονείς τους. Επιπλέον, η αντιμετώπιση της εγκληματικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της οικογένειας φαίνεται να αφορά περισσότερο την κινητοποίηση των μηχανισμών ποινικής καταστολής και εκφοράς δικανικής κρίσης και λιγότερο την αναζήτηση δυνατοτήτων αλληλοσυμπλήρωσης απονομής δικαιοσύνης και προνοιακών παρεμβάσεων γεγονός το οποίο καθιστά ανεπαρκή την προστασία των θυμάτων αλλά και ολόκληρης της οικογένειας.
Αντίθετα με τις διατάξεις του ποινικού δικαίου, στο χώρο του αστικού και ειδικότερα του οικογενειακού δικαίου υπάρχουν διατάξεις στις οποίες μπορεί να στηριχτεί ο εφαρμοστής του δικαίου ώστε να παρέχει την απαιτούμενη προστασία σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης. Έτσι εκτός από την ευρύτατη προστασία που καθιερώνεται με τη γενική διάταξη του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα και αναφέρεται στην προσβολή της προσωπικότητας ? σε κάθε της έκφανση- οποιουδήποτε προσώπου από οποιονδήποτε τρίτο, ολόκληρο το οικογενειακό δίκαιο διαπνέεται από τις αρχές της ισότητας, της αμοιβαιότητας, της συντροφικότητας, της προστασίας των συμφερόντων των παιδιών, του αμοιβαίου σεβασμού και αγάπης. Κατά συνέπεια, στο χώρο του αστικού δικαίου ο νέος νόμος για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, λίγα μπορούσε να προσφέρει ακόμη και σε ιδεολογικό επίπεδο αφού τα δικαιώματα τα οποία θεσπίζει υπήρχαν ανέκαθεν, πλην όμως, όσον αφορά ιδίως τη συζυγική κακοποίηση επιδεικνυόταν ιδιαίτερα ανεκτική στάση από τη νομολογία. Απομένει να φανεί αν μέσα από την επαναδιατύπωση του ίδιου περιεχομένου, θα γίνει αξιοποίηση των σχετικών διατάξεων του νέου νόμου που λογικά θα έπρεπε να είναι περιττές.
Τέλος, σε επίπεδο προνοιακής πολιτικής, νομοθετήματα όπως ο ν.2082/1992 και τα εκτελεστικά του διατάγματα (π.δ 337/1993, 348/1993) καθώς και ο ν. 2447/1996, αναδιοργάνωσαν και καθιέρωσαν θεσμούς κοινωνικής πολιτικής (και) για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής κακοποίησης και την προστασία των μελών ? αποδεκτών της ως άνω συμπεριφοράς (υιοθεσία , αναδοχή κ.λ.π).
Η συμβολή του ν. 3500/2006 στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.
Σ΄ αυτό το ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και προνοιακό πλαίσιο ψηφίστηκε πρόσφατα ο ν. 3500/2006: «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις» ο οποίος αποτελεί το πρώτο ελληνικό νομοθέτημα που αναφέρεται αυτοτελώς στο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής κακοποίησης και υποδηλώνει τη πρόθεση του νομοθέτη να αποτρέψει φαινόμενα μετατροπής της οικογένειας σε τόπο ατιμώρητης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπογραμμίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου πρωτίστως αντιμετωπίζουν την κακοποίηση εναντίον των γυναικών, αλλά τείνουν να παρέχουν προστασία και σε ένα ευρύτερο κύκλο εμπλεκόμενων προσώπων όπως τα παιδιά ή οι υπερήλικες υλοποιώντας παράλληλα τη συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας για παροχή αυξημένης προστασίας στην οικογένεια (άρθρο 21 Συντάγματος)και φιλοδοξώντας να αντιστοιχήσουν την εθνική νομοθεσία με αυτήν των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ως άνω νόμος, περιέχει διατάξεις αστικού δικαίου(άρθρ. 3 κ.ε. ν. 3500/200), διατάξεις ποινικού δικαίου(άρθρ. 6 κ.ε., 24 ν. 3500/2006), διατάξεις προνοιακής πολιτικής (άρθρ. 21, 22 ν.3500/2006) ενώ εισάγει τον καινοφανή για τα ελληνικά δεδομένα θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης (άρθρ. 11κ.ε. ν. 3500/2006) σε μία προσπάθεια να υιοθετηθούν διαδικασίες συμφιλίωσης και καταλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος, διαδικασίες που αν και δεν ήταν άγνωστες στη μακραίωνη πορεία του δικαιικού μας πολιτισμού ήταν εν τούτοις παραγκωνισμένες από το προϊσχύον σύστημα ποινικής δικονομίας. Ακόμη, στον πρόσφατο νόμο, υπογραμμίζεται με έμφαση η υποχρέωση των εκπαιδευτικών να ανακοινώνουν και κατά συνέπεια να κινούν το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για οποιαδήποτε περίπτωση θυματοποίησης μαθητών τους στα πλαίσια του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Εκ προοιμίου σημειώνεται ότι, παρά τις επιμέρους ατέλειες που είναι σημαντικό να επισημανθούν στον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η συμβολή της ιδεολογικής λειτουργίας του και γενικότερα του δικαίου αφού δε μπορεί να παραγνωριστεί ότι η νομοθεσία επιτελεί σημαντική προληπτική, ιδεολογική και διδακτική λειτουργία. Έτσι, με τον ως άνω νόμο ανάγεται για πρώτη φορά από τον εθνικό νομοθέτη το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής κακοποίησης σε κοινωνικό πρόβλημα αφού αναγνωρίζεται ότι δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση αλλά σοβαρή κοινωνική παθογένεια που εκδηλώνεται πρωτίστως εις βάρος των γυναικών παραβιάζοντας ατομικές τους ελευθερίες όπως η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος) και παρεμποδίζοντας σε κάθε περίπτωση την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους (βλ. αιτιολογική έκθεση, ό.π.).
Με το άρθρ. 1 του ν.3500/2006, δίδονται οι ορισμοί των εννοιών «ενδοοικογενειακή βία», «οικογένεια» και «θύμα ενδοοικογενειακής βίας». Ειδικότερα, η άσκηση ενδοοικογενειακής κακοποίησης συνιστά αξιόποινη πράξη και επισύρει τις κυρώσεις που προβλέπονται είτε από το συγκεκριμένο νόμο εφόσον εκφράζεται ως προσβολή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (άρθρ. 6 ν.3500/2006), της προσωπικής ελευθερίας (άρθρ. 7 ν.3500/2006), της γενετήσιας ελευθερίας (άρθρ. 8 ν. 3500/2006) και της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρ. 9 ν. 3500/2006) είτε του Ποινικού Κώδικα εφόσον προσλαμβάνει τις ακραίες μορφές της ανθρωποκτονίας ή της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (άρθρα 299 και 311 Ποινικού Κώδικα). Η έννοια της οικογένειας είναι διευρυμένη και καθορίστηκε από την εγγύτητα της συγγένειας ή της σχέσεως που συνδέει διάφορα πρόσωπα ενώ εισάγεται και το κριτήριο της συγκατοίκησης προκειμένου να δικαιολογηθεί η αυστηρή αντιμετώπιση των εγκλημάτων από το νόμο. Έτσι σύζυγοι (και τέως), γονείς και παιδιά (φυσικά ή θετά, κοινά ή του ενός συζύγου) και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ανεξάρτητα αν συνοικούν ή όχι υπάγονται στις αυστηρές ρυθμίσεις του νόμου. Πρόσωπα που συνδέονται με απώτερη του δεύτερου και μέχρι τέταρτου βαθμού συγγένεια(π.χ πρώτα ξαδέρφια)καθώς και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της οικογένειας εφόσον όμως συνοικούν. Επίσης περιλήφθηκαν στην έννοια της οικογένειας ώστε να προστατεύονται κατά το νόμο, ανήλικα πρόσωπα τα οποία υπό οποιαδήποτε σχέση και για οποιονδήποτε λόγο, συνοικούν στην οικογένεια. Τέλος, η έννοια της οικογένειας διευρύνθηκε, μη περιοριζόμενη στην οικογένεια που στηρίζεται στην έγγαμη σχέση των συζύγων αλλά περιλαμβάνει και την ελεύθερη συμβίωση και κατά συνέπεια ως εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζονται και οι πράξεις της μόνιμης συντρόφου του άνδρα ή του μόνιμου συντρόφου της γυναίκας και των τέκνων τους κοινών ή του ενός εξ? αυτών ή εξ υιοθεσίας εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της συνοίκησης. Τα πρόσωπα που δεν εμπίπτουν κατά τα ανωτέρω στην έννοια της οικογένειας, αν βιαιοπραγήσουν, αντιμετωπίζονται κατά τις κοινές διατάξεις του αστικού και του ποινικού δικαίου. Σημαντική κρίνεται η επέκταση της έννοιας του θύματος ενδοοικογενειακής βίας - ώστε να αξιώνει την προστασία του αστικού και ποινικού δικαίου ? ακόμη και σε πρόσωπα που δεν είναι άμεσοι αποδέκτες της κακοποίησης αλλά είτε πρόκειται για μέλη οικογένειας στην οποία εκδηλώθηκε ακραίας μορφής κακοποίηση (ανθρωποκτονία, θανατηφόρα σωματική βλάβη) είτε πρόκειται για ανηλίκους ενώπιον των οποίων τελέστηκε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη ενδοοικογενειακής βίας. Θεωρείται δε, διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και ο δράστης τιμωρείται αυστηρότερα, αν η πράξη του τελέστηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας (άρθρ. 6 παρ. 3 ν. 3500/2006). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ελήφθησαν υπόψη επιστημονικά δεδομένα σύμφωνα με τα οποία οι πράξεις ενδοοικογενειακής βίας επιδρούν αρνητικά στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των ανηλίκων με κίνδυνο το φαινόμενο να διαιωνίζεται. Η διαγενεακή μεταφορά αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό της ενδοοικογενειακής βίας(γίνεται λόγος και για "κληρονομικότητα" της βίας). Η συζυγική-γονική δυσαρμονία έχει επιζήμιες επιπτώσεις σε όλα τα μέλη της οικογένειας ακόμη και σ' αυτά που δεν είναι άμεσοι αποδέκτες αφού και μόνη η έκθεση στην ως άνω συμπεριφορά δρα διαβρωτικά προκαλώντας διαρκή ψυχολογική καταπόνηση. Οι συνέπειες της συζυγικής κακοποίησης στα παιδιά είναι τόσο σοβαρές ώστε γίνεται λόγος για μια ιδιάζουσας μορφής κακοποίησή τους. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι η βία είναι ένας αποδεκτός τρόπος επίλυσης διαφορών, μία κατάσταση απαραίτητη στις οικογενειακές συναλλαγές αφού είναι συνήθης τρόπος χειρισμού του στρες και των πιέσεων. Εξάλλου, ερευνητικά δεδομένα υπέδειξαν ότι απαντάται κάποιου είδους σχέση μεταξύ της βίαιης επιθετικότητας στον έγγαμο βίο και των δύο τύπων επιθετικότητας που παρουσιάζεται στην οικογένεια καταγωγής: την έκθεση σε βίαιη συμπεριφορά και τη σωματική βία που βιώνει το ίδιο το άτομο ενώ παιδιά που είναι μάρτυρες βίας μεταξύ των γονέων τους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν επιθετική συμπεριφορά ή ψυχοπαθολογία από ό,τι τα παιδιά που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες. Για την έκταση της έμμεσης θυματοποίησης των παιδιών μέσα από τη θέαση βίαιων συμπεριφορών στον οικογενειακό τους χώρο και την αρνητική επίδραση στην ψυχοσωματική τους εξέλιξη ώστε να καθίσταται αναγκαία η σχετική ρύθμιση του ν. 3500/2006, είναι χαρακτηριστική η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων σε υποθέσεις λύσης του γάμου όπου σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά είναι μάρτυρες των σκηνών βίας μεταξύ των γονιών τους.
Το άρθρο 2 του ν.3500/2006 χρησιμεύει καταρχήν ως σημείο ιδεολογικής αναφοράς με ιδιαίτερη παιδαγωγική και συμβολική αξία που εισάγει τη νέα αντίληψη για τη μηδενική ανοχή απέναντι στη βία μέσα στο σπίτι. Έτσι αποδοκιμάζεται γενικά η άσκηση βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας αναγόμενη σε παράνομη συμπεριφορά είτε αξιόποινη σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου είτε όχι, που επισύρει συνέπειες κυρίως στο χώρο του αστικού δικαίου. Βέβαια, η νομική έννοια της βίας είναι ευρύτατη, παρόλ? αυτά αντιμετωπίζονται από τις ποινικές τουλάχιστον διατάξεις οι βασικότερες μορφές της όπως η σωματική βία, η παράνομη βία και απειλή, ο σωματικός και ψυχικός βασανισμός, οι προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Τα άρθρα 3, 4, 5, 15 του ν. 3500/2006 περιέχουν αστικού και αστικού δικονομικού δικαίου διατάξεις που όπως ήδη αναφέρθηκε θα μπορούσαν να είναι και περιττά. Έτσι, προστέθηκε στα (μαχητά) τεκμήρια κλονισμού του γάμου η άσκηση βίας από τον ένα σύζυγο εναντίον του άλλου ώστε να μη χρειάζεται το θύμα της κακοποίησης να αποδείξει τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης στην περίπτωση που επιθυμεί τη διάζευξη. Μέχρι σήμερα, η νομολογία του διαζυγίου με αντιδικία, έχει να παρουσιάσει πλήθος περιστατικών ξυλοδαρμών, ύβρεων και εκβιασμών μεταξύ των συζύγων που αποτελούν από τους συχνότερα προβαλλόμενους λόγους ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Η ως άνω κακοποίηση είναι ασφαλώς φυλετικά προσδιορισμένη με τον σύζυγο ? θύτη να κακοποιεί τη γυναίκα του κατ? επανάληψη, ακόμη και αναίτια ή από ?χόμπι? ή όταν αυτή διαμαρτύρεται για τη δική του συμπεριφορά, ή και όταν βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση (π.χ εγκυμοσύνη) ή προξενώντας της βαριές σωματικές κακώσεις που χρήζουν νοσηλείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ανεξάρτητα από την έκταση και τη βαρύτητά τους, θα έπρεπε παράλληλα να αποδείξει η σύζυγος στο δικαστήριο ότι επρόκειτο για γεγονότα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονός που αν και αυταπόδεικτο, δεν θα αποτελούσε πρόβλημα αν δεν υπήρχε μια ιδεολογικά προσδιορισμένη νομολογιακή πρακτική σύμφωνα με την οποία η χειροδικία θα μπορούσε να μην αποτελεί κλονιστικό γεγονός από μόνη της αλλά κοινωνικά ανεκτή πράξη όταν υπήρχε προσβολή ή υπόνοια προσβολής της συζυγικής πίστης που ?δικαιολογούσε? την άσκησή της.
Με το άρθρο 4 καθίσταται σαφές ότι η σωματική βία σε βάρος των ανηλίκων ως μέσο σωφρονισμού από τους γονείς απαγορεύεται και δεν περιλαμβάνεται στα επιτρεπτά σωφρονιστικά μέτρα του Αστικού Κώδικα.Σε αντίθετη δε περίπτωση, αφορούν κακή άσκηση της επιμέλειας ώστε το Δικαστήριο να μπορεί και να πρέπει να λάβει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Στο σημείο αυτό και με δεδομένη κυρίως την παιδευτική σημασία της εν λόγω διάταξης αφού όπως αναφέρθηκε ήδη παρέχεται προστατευτική κάλυψη από τις υπάρχουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η άσκηση σωματικής βίας δεν θα έπρεπε να είναι η μοναδική έκφραση κακοποίησης που απαγορεύεται ως σωφρονιστική συμπεριφορά εις βάρος του παιδιού. Σκοπιμότερο θα ήταν στο νέο νόμο να απαγορεύονταν ρητά και άλλες πρακτικές στις οποίες δεν θα μπορούν να καταφεύγουν οι γονείς για το σωφρονισμό των παιδιών τους όπως η υβριστική, σκληρή και υποτιμητική συμπεριφορά, η κακομεταχείριση και γενικότερα η ψυχολογική κακοποίηση, πρακτικές που υπονομεύουν την ψυχοσωματική ανάπτυξη των ανηλίκων παράλληλα όμως είναι αντιπαιδαγωγικές και θίγουν την αξιοπρέπειά τους ώστε να μη βρίσκουν νομικό έρεισμα στο ισχύον άρθρο 1518&2βΑΚ.
Η άσκηση ενδοοικογενειακής κακοποίησης επισύρει (και) την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης του θύματος λόγω ηθικής βλάβης που δεν μπορεί μάλιστα να είναι μικρότερη των 1000 ευρώ εκτός και αν ο παθών ζητήσει μικρότερο ποσό. Με τον τρόπο αυτό ο νέος νόμος (άρθρο 5) έμμεσα αναγνωρίζει ότι η άσκηση βίας μέσα στο σπίτι είναι άδικη πράξη και επομένως υπάρχει αξίωση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ρύθμιση η οποία θα έπρεπε να είναι περιττή αφού ο Αστικός Κώδικας παρέχει αντίστοιχη δυνατότητα στο Δικαστή για κάθε αδικοπραξία. Το ότι όμως δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι ο ξυλοδαρμός της συζύγου συνιστούσε άδικη πράξη αλλά ενίοτε κρινόταν ως δικαιολογημένος, προκύπτει από την άρνηση της νομολογίας (τουλάχιστον της δημοσιευμένης) μέχρι τώρα, να επιδικάσει στη σύζυγο αντίστοιχη αποζημίωση.
Το κρισιμότερο ίσως σημείο σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης που είναι η προσωρινή προστασία των θυμάτων, πραγματεύονται τα άρθρα 15 ( από τα πολιτικά δικαστήρια) και 18 (από τα ποινικά δικαστήρια) του νέου νόμου. Έτσι στην αντίστοιχη διάταξη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται ενδεικτική περιπτωσιολογία για τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ώστε εις βάρος του δράστη εκτός από τη μετοίκηση να μπορούν να επιβληθούν η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους εργασίας ή κατοικίας του θύματος, τις κατοικίες των στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Σημειώνεται ότι ήδη προβλέπεται και εφαρμόζεται στην πράξη η δυνατότητα κατάθεσης αίτησης μετοίκησης . Με δεδομένο όμως ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει τη δυσχερή θέση στην οποία περιέρχεται το θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης και επιθυμεί να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότερη προστασία του, θα ήταν χρήσιμο στο συγκεκριμένο άρθρο του νέου νόμου να προστεθεί εκτός από τη μετοίκηση και η δικονομική δυνατότητα της προσωρινής διαταγής για την απομάκρυνση του δράστη ακόμη και χωρίς κλήτευσή του μέχρι να εκδοθεί η απόφαση. Η ίδια προστασία για το θύμα με την επιβολή περιοριστικών όρων στο δράστη παρέχεται και από τα ποινικά δικαστήρια.
Τα άρθρα 6, 7, 8, 9 του νέου νόμου θεσμοθετούν το αξιόποινο της ενδοοικογενειακής βίας και στις τρεις μορφές της δηλαδή τη σωματική, την ψυχολογική και τη σεξουαλική. Για πρώτη φορά η ποινική νομοθεσία αντιμετωπίζει τη βία στο σπίτι με ειδικές - αυστηρότερες ? διατάξεις αποκλίνοντας από τη μέχρι τώρα αντίληψη της ενιαίας αντιμετώπισης των εγκλημάτων είτε διαπράττονται μέσα στους κόλπους της οικογένειας είτε εκτός αυτής. Επιπλέον, ποινικοποιεί το βιασμό στα πλαίσια του γάμου ενώ θεσπίζει την αυτεπάγγελτη δίωξη των σχετικών με την ενδοοικογενειακή βία εγκλημάτων (άρθρο 17 ν. 3500/2006). Συγκεκριμένα, με το άρθρο 6 αντιμετωπίζονται οι σοβαρότερες μορφές ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και ανάγονται σε διακεκριμένες παραλλαγές των πράξεων που προβλέπονται από τις αντίστοιχες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα περί σωματικών βλαβών. Έτσι για την αναγωγή της ενδοοικογενειακής κακοποίησης σε αξιόποινη συμπεριφορά θα πρέπει να προκληθεί σωματική κάκωση ή βλάβη της (σωματικής ή ψυχικής) υγείας ακόμη και εντελώς ελαφρά, ως απόρροια όμως σ? αυτή την περίπτωση συνεχούς συμπεριφοράς. Εξάλλου ως διακεκριμένη παραλλαγή σωματικής βλάβης προβλέπεται η μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού ή ψυχικού πόνου (βασανιστήρια) που επιτυγχάνεται ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος και ανάγεται σε κακουργηματική πράξη. Ως "σωματική κάκωση" μπορεί να νοηθεί κάθε απώλεια ή αλλοίωση της ύλης του σώματος που αντικειμενικά δημιουργεί κατάσταση χειρότερη της προηγούμενης(απώλεια μελών σώματος, εγκαύματα, εκχυμώσεις κ.λ.π). Η "βλάβη της υγείας" αναφέρεται σε κάθε πρόκληση ή επιδείνωση μιας παθολογικής κατάστασης ή της λειτουργίας των ανθρωπίνων οργάνων(ασθένειες εσωτερικών ή εξωτερικών οργάνων, δηλητηριάσεις κ.λ.π). Ζήτημα γεννάται κατά πόσο υπάγεται στις διατάξεις περί σωματικών βλαβών του Ποινικού Κώδικα ή στις διατάξεις του ν. 3500/2006 η άσκηση ψυχολογικής βίας που στο χώρο της οικογένειας δεν είναι αμελητέα και μπορεί να εμφανίζεται ως πρόκληση ψυχικού πόνου ή ψυχικής οδύνης, ως ψυχολογική απόρριψη ή συναισθηματική αποστέρηση, ως μη εκδήλωση στοργής και αγάπης, υπό τη μορφή ταπεινώσεων κ.λ.π. Εφόσον οι ως άνω πράξεις δε συνεπάγονται είτε βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας είτε διατάραξη του κεντρικού νευρικού συστήματος είτε δημιουργία παθολογικής κατάστασης τότε, ακόμη και αν είναι βέβαιη η πρόκληση ψυχικών τραυμάτων είναι αμφίβολο αν μπορεί να γίνει επίκληση των ως άνω διατάξεων.
Ακόμη, παρέχεται αυξημένη προστασία στην έγκυο, στο ανήλικο μέλος της οικογένειας αλλά και σε κάθε άλλο μέλος της το οποίο για οποιονδήποτε λόγο αδυνατεί να αντισταθεί (π.χ υπερήλικες, άτομα με ειδικές ανάγκες). Στο σημείο αυτό ο νομοθέτης ανάγει ακόμη μία φορά την ανηλικότητα σε αυτοτελές έννομο αγαθό σε αντίθεση με τον Ποινικό Κώδικα καθώς επίσης την ?αδυναμία? ή ?μειονεξία? κάποιων προσώπων τα οποία κρίνει ότι χρειάζονται ιδιαίτερης προστασίας. Στο άρθρο 7 αντιμετωπίζονται οι σοβαρότερες προσβολές της προσωπικής ελευθερίας του θύματος ενδοοικογενειακής βίας αναγόμενες επίσης σε διακεκριμένες παραλλαγές των αντίστοιχων πράξεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Σημειώνεται ότι η έννοια της βίας ως μέσο εξαναγκασμού του θύματος είναι διευρυμένη, ώστε να αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος και η βία κατά πραγμάτων. Στα άρθρα 8 και 9 αντιμετωπίζονται τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας ως ιδιαίτερης απαξίας εγκλήματα στα πλαίσια της οικογένειας . Όπως προαναφέρθηκε ποινικοποιείται ο βιασμός μέσα στο γάμο ενώ η σοβαρότητα της επίθεσης κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας δεν αναφέρεται στη βαναυσότητα της προσβολής αλλά στη βαναυσότητα του τρόπου με τον οποίο διαπράχτηκε (ιδιαίτερα ταπεινωτικός λόγος ή έργο).
Κάθε προσπάθεια εκφοβισμού ή δελεασμού μαρτύρων, οι οποίοι καλούνται να καταθέσουν στο πλαίσιο αστικής ή ποινικής δίκης για υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζεται ως πράξη παρακώλυσης της απονομής δικαιοσύνης. Σημειώνεται ότι στη μη δημοσιοποίηση αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας ώστε να γίνεται λόγος για «σκοτεινό αριθμό» αυτών των αδικημάτων, συμβάλλουν εκτός των άλλων και δυσκολίες δικονομικού χαρακτήρα που σχετίζονται με την κίνηση της ποινικής δίωξης αλλά και την αποδεικτική διαδικασία και κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα εφαρμογής των υφιστάμενων κανονιστικών διατάξεων. Με την προαναφερθείσα ρύθμιση παρέχεται προστασία στους μάρτυρες οι οποίοι επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις προέρχονται από το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον του δράστη είναι περισσότερο ευάλωτοι σε πιέσεις προκειμένου να μη καταθέσουν. Ας μη ξεχνάμε ότι κατά την εκδίκαση σχετικών αδικημάτων, πολλές φορές οι μαρτυρικές καταθέσεις αποτελούν τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα. Με την προστασία των μαρτύρων ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση καθηκόντων που συχνά αντιμετωπίζουν τα μέλη της οικογένειας όταν εξετάζονται σε σχετικές υποθέσεις, σχετίζεται η ανωμοτί εξέτασή αφού η συγγενική ή φιλική σχέση με τους πρωταγωνιστές των αδικημάτων πιθανολογεί μια προκατειλημμένη (θετική ή αρνητική) στάση απέναντι στο δράστη. Ιδιαίτερα για την προστασία των ανηλίκων και για να αποφεύγεται πρόσθετη ψυχική ταλαιπωρία από την ψυχοφθόρο ποινική διαδικασία, προβλέπεται ότι καταρχήν δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο δικαστήριο αλλά διαβάζεται η κατάθεση που έχουν δώσει κατά την προδικασία.
Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, έντονος προβάλλει ο κίνδυνος δευτερογενούς θυματοποίησης που αφορά την ταλαιπωρία αλλά και την έμμεση βλάβη που υφίστανται τα θύματα από την καχύποπτη έως αποδοκιμαστική στάση του κοινωνικού (συγγενικού-φιλικού) περιβάλλοντος ή των φορέων κοινωνικού ελέγχου(αστυνομικοί, ανακριτικοί υπάλληλοι, δικαστικοί λειτουργοί, ιατροδικαστές κ.λ.π). Σε μια προσπάθεια να αποτραπούν ο στιγματισμός της οικογένειας στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της και οι εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες σε όλα τα μέλη της, κυρίως όμως στα ανήλικα, το άρθρο 20 θεσπίζει την ειδικότερη υποχρέωση των ανακριτικών υπαλλήλων που άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας να τηρήσουν το απόρρητο της ανάκρισης. Έτσι, η ρητή συνταγματική επιταγή για το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου ενεργοποιείται και στις συγκεκριμένες υποθέσεις αφού απαγορεύεται κατά το στάδιο της προανάκρισης που διενεργείται στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, να ανακοινώνονται σε οποιονδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο τα στοιχεία του δράστη και του θύματος.
Μία ακόμη καινοτομία του νέου νόμου είναι η αυτεπάγγελτη δίωξη που προβλέπεται για τα αδικήματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης και η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας εις βάρος του υπαιτίου. Αναφέρθηκε ήδη, ότι δικονομικές δυσκολίες μπορεί να υπονομεύουν την προστασία που παρέχουν διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Έτσι για να λειτουργήσει το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης θα πρέπει αρχικά να ασκηθεί ποινική δίωξη γεγονός το οποίο προϋποθέτει τη δημοσιοποίηση της παράνομης συμπεριφοράς. Είναι όμως «κοινός τόπος» ότι ελάχιστες από τις αξιόποινες πράξεις που συντελούνται στο χώρο της οικογένειας καταγγέλλονται ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλείται η έγκληση από το θύμα με συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης αφού τα σχετικά αδικήματα μέχρι σήμερα διώκονταν κατ? έγκληση. Ήδη με το νέο νόμο η αυτεπάγγελτη δίωξη των σχετικών αδικημάτων αποτρέπει κάθε συναλλαγή ή προσπάθεια επηρεασμού του θύματος από το δράστη προκειμένου ο τελευταίος να αποφύγει την τιμωρία του.
Η αποτελεσματικότητα της ποινικής προστασίας δοκιμαζόταν ?και υπονομευόταν - έντονα από το μακρύ χρονικό διάστημα της ποινικής δίκης γεγονός το οποίο προσελάμβανε ολέθριες διαστάσεις σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας αν ληφθεί υπόψη ότι συνήθως εξακολουθούσαν να συγκατοικούν δράστης και θύμα. Στα πλαίσια της προστασίας των θυμάτων που πρέπει να είναι άμεση, παράλληλα με τις δυνατότητες που προβλέπονται από τις διατάξεις αστικού δικονομικού δικαίου (βλ.παραπάνω), το άρθρο 17&2 προβλέπει ότι στις περιπτώσεις πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία που ισχύει για τα επ? αυτοφώρω καταλαμβανόμενα αδικήματα. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και αποτρέπεται η διαιώνιση της εντάσεως στις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Τέλος, ο νέος νόμος περιέχει και διατάξεις προνοιακής πολιτικής μέσα από τη θέσπιση της ηθικής και υλικής αρωγής των θυμάτων. Στα άρθρα 21 και 22 προβλέπονται αφενός η κοινωνική συμπαράσταση από Φορείς που λειτουργούν είτε ως ΝΠΔΔ είτε ως ΝΠΙΔ ειδικά για το σκοπό αυτό, αφετέρου η υπαγωγή των θυμάτων στις ευνοϊκές διατάξεις για την παροχή του ευεργετήματος πενίας ώστε να μην επιβαρύνονται με τα δικαστικά έξοδα ?εφόσον αδυνατούν να τα καταβάλλουν. Επιπλέον, στο άρθρο 23 επισημαίνεται η υποχρέωση των εκπαιδευτικών των δύο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών σχολείων, να ενημερώνουν την εισαγγελία ή την αστυνομία για οποιοδήποτε περιστατικό θυματοποίησης μαθητών τους στο χώρο της οικογένειάς τους που αντιλήφθηκαν κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού τους έργου. Επισημαίνεται ότι η σχετική υποχρέωση είναι ήδη θεσμοθετημένη και αφορά αντίστοιχη υποχρέωση κάθε δημόσιου υπαλλήλου (σε οποιονδήποτε δηλαδή εργασιακό χώρο) για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη αντιλαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (άρθρο 37 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Η επαναδιατύπωση ουσιαστικά της εν λόγω διάταξης υπογραμμίζει την ευρύτητα του εκπαιδευτικού έργου και την ιδιαίτερη συμβολή των εκπαιδευτικών στην αποκάλυψη και συνακόλουθη αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.
Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης των κατασταλτικών μέτρων που λαμβάνει η πολιτεία για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, κρίνεται σκόπιμη η επισήμανση της σημαντικότητας της πρόληψης στην οποία δεν αναφέρεται ο νέος νόμος και που μπορεί να αφορά σε μία σειρά μέτρων όπως: -Υιοθέτηση ευέλικτων πολιτικών, που θα προωθούν την ισότητα των φύλων μέσα στην οικογένεια και θα καλύπτουν όλα τα μέλη. -Πληροφόρηση και ενημέρωση του πληθυσμού σε θέματα που αφορούν τη λειτουργία της οικογένειας, την πρόληψη και προαγωγή της υγείας και ειδικότερα την ψυχική υγεία και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσονται η ανάπτυξη μιας νέας ιδεολογίας για την παιδική ηλικία και την προστασία της, η "εκπαίδευση" των παιδιών να αντιδρούν σε οποιαδήποτε επαφή τους είναι δυσάρεστη, η αλλαγή στάσης όλων απέναντι στην επιθετικότητα και σεξουαλικότητα, η επιμόρφωση των επαγγελματιών που ασχολούνται με παρόμοια περιστατικά. -Εξάλειψη θεσμών που νομιμοποιούν και επιβραβεύουν τη βία μέσα στην κοινωνία και την οικογένεια (χρήση βίας στα Μ.Μ.Ε). Ιδιαίτερα σημαντική θα αναδεικνυόταν η συμβολή των Μ.Μ.Ε εάν αξιοποιούνταν για την προβολή εκπαιδευτικών και ενημερωτικών προγραμμάτων και παράλληλα αυτοπεριορίζονταν στην αδιάκριτη παρουσίαση οικογενειακών θεμάτων. -Μείωση της κοινωνικής απομόνωσης με την ένταξη κάθε οικογένειας στον κοινωνικό ιστό της ευρύτερης οικογένειας. -Συστηματική αξιολόγηση των ρόλων και των σκοπών των υπηρεσιών πρόνοιας για την οικογένεια και επαναπροσδιορισμός τους. Παράλληλη κάλυψη των κενών προστασίας. -Προγράμματα νομικής βοήθειας, υπηρεσιών συμβουλευτικής και ενημέρωσης, ανάπτυξη κέντρων οικογενειακού προγραμματισμού, λήψη μέτρων προληπτικής ιατρικής. Προγράμματα εκπαίδευσης, επιμόρφωσης γονέων. Στράτευση των ΜΜΕ για τις καμπάνιες ενημέρωσης. -Διάχυση και περαιτέρω ανάπτυξη προγραμμάτων όπως "Βοήθεια στο σπίτι", "Νοσηλεία στο σπίτι", "Άμεση επέμβαση σε περιπτώσεις έκτακτης οικογενειακής ανάγκης" κ.λ.π. -Αξιοποίηση εθελοντών υπό προϋποθέσεις. Ενθάρρυνση προγραμμάτων που στηρίζονται στη γειτονιά. -Ευαισθητοποίηση και ενημέρωση όλων των επαγγελματιών που ασχολούνται με την οικογένεια και με περιστατικά θυματοποίησης των μελών της(εκπαιδευτικοί, παιδίατροι, αστυνομικοί, δικαστές, επαγγελματίες υγείας-πρόνοιας) ώστε να εντοπίζουν έγκαιρα παρόμοια περιστατικά.
Συνοψίζοντας, ο νέος νόμος παρά τις επιμέρους ατέλειες, την αποσπασματικότητά του και την μέχρι ένα βαθμό επαναθέσπιση ήδη υπαρχουσών μορφών προστασίας για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, έχει μεγάλη αξία σε συμβολικό, ιδεολογικό και παιδαγωγικό επίπεδο. Η ονοματοποίηση της βίας μέσα στο σπίτι στο πλαίσιο τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου μπορεί να σηματοδοτήσει μια αλλαγή στο αξιακό μας σύστημα. Η ανάδυση της ενδοοικογενειακής κακοποίησης από το χώρο της ιδιωτικότητας και η αναγωγή της από ιδιωτική υπόθεση σε δημόσιο ζήτημα, φαίνεται να διατυπώνει μια νέα αντίληψη απέναντι στην περιρρέουσα ανοχή για τη βία μέσα στο σπίτι αφενός με την αναγννώρισή της ως κοινωνικού προβλήματος αφετέρου με τη μηδενική ανοχή απέναντι σε αυτή.
Βιβλιογραφία
Αρτινοπούλου Β., (1995). Αιμομιξία. Θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα , Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου Β.- Μαγγανάς Α., (1996). Θυματολογία και όψεις θυματοποίησης, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Αρτινοπούλου Β. ? Φαρσεδάκης Ι., (2003). Ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών: Πρώτη πανελλαδική επιδημιολογική έρευνα, Αθήνα, Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας.
Baron H.-Beck D.-Vargas J.-Ament M., (1995). «Overinterpretation of gastroduodenal motility studies: Two cases involving Munchausen syndrome by proxy», The journal of paediatrics, 126(3), 396-400.
Belsky J.,(1980). «Child maltreatment: An ecological integration», American Psychologist, (35), 320-335.
Γενική Γραμματεία Ισότητας (2002), Δειγματοληπτική Στατιστική ? Αξιοποίηση των Στοιχείων που αφορούν στην Κακοποίηση Γυναικών που Απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα Αθήνας ? Πειραιά, Αθήνα, Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Γεωργιάδης Α. ? Σταθόπουλος Μ., (1991). Αστικός Κώδιξ VII, Αθήνα, Σάκκουλας.
Christopoulos C.- Cohn D.A.-Shaw D.S.-Joyce S.-Sullivan_Hanson J. -Kraft S.-Emery R. (1987) «Children of abused women», Journal of marriage and the family, 49, 611-619.
Κουνουγέρη ? Μανωλεδάκη Ε., (2003). Οικογενειακό Δίκαιο Ι, ΙΙ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας.
Marneff Cath., (1990). « Secret professionnel et enfance maltraitee: quand le silence est d? or»,Revue de droit penal et de criminologie, Avril 1990, 339-345.
Μανωλεδάκης Ι., (1984). « Η παιδική ηλικία ως αυτοτελές έννομο αγαθό στο ποινικό δίκαιο», Νομικό Βήμα 32(9),1105-1112.
Μπεχλιβάνη Ν., (2002). «Η βία στην οικογένεια: Νομική και κοινωνιολογική προσέγγιση». Διδακτορική διατριβή που υποστηρίχτηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26.3.2002 και κατατέθηκε στο τμήμα Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μπεχλιβάνη Ν., (2004). «Η συμβολή του δικαίου και της δικαιοσύνης στην προστασία των παιδιών ? θυμάτων ενδοοικογενειακής κακοποίησης: Εναλλακτικά σχήματα θεραπευτικής προσέγγισης», Κοινωνική Εργασία, 74, 71-86.
Ομάδα Εργασίας του ΥΠΕΣΔΔΑ, (2005).Πόρισμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά συνοικούντων προσώπων, Αθήνα, Γενική Γραμματεία Ισότητας.
Παντελίδου Κ., (2006). «Γονείς ?ακατάλληλοι δι? ανηλίκους?», Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, 4, 289-293.
Πιτσελά Α., (2001). Δίκαιο Ανηλίκων. Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας.
Σπινέλλη Κ.- Τρωιάννου Α., (1992). Δίκαιο ανηλίκων, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.
*Δικηγόρος-Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
Η ελληνική μυθολογία αρχίζει με τον Ουρανό που έριχνε τα παιδιά του στα Τάρταρα μέχρι που ένας γιος του, ο Κρόνος, τον εκθρόνισε αφού τον ευνούχισε. Ο Κρόνος για να μην έχει την ίδια τύχη με τον γεννήτορά του, καταβρόχθιζε τα παιδιά του με εξαίρεση τον Δία που κατάφερε να σωθεί και να γκρεμίσει τον πατέρα του στα έγκατα της γης αλυσοδένοντάς τον. Τα "Θυέστεια δείπνα" αναφέρονται στην αδερφική εκδικητικότητα του Ατρέα εναντίον του Θυέστη που για να τον τιμωρήσει δεν περιορίστηκε να σφάξει τα ανίψια του αλλά κάλεσε τον Θυέστη σε δείπνο προσφέροντάς του τις σάρκες των παιδιών του.
Βλ. χαρακτηριστικά την Εθνική Έκθεση της Γεν. Γραμμ. Ισότητας για τη βία ενάντια στις γυναίκες στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκε στο 4ο Παγκόσμιο συνέδριο του ΟΗΕ(Πεκίνο 1995) σύμφωνα με την οποία, δεν είχε διεξαχθεί στην Ελλάδα καμία επιστημονική έρευνα με συστηματικό τρόπο για καμία μορφή βίας κατά των γυναικών λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των Φορέων. Aκόμη, Έκθεση Επιτροπής του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών η οποία αξιολογώντας το 2002 την πρόοδο της χώρας μας στον τομέα αυτό, συνέστησε την ταχεία υιοθέτηση νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία ενώ περίπου ίδιες ήταν και οι συστάσεις από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ το 2005. Για τη θεωρητική και εμπειρική έρευνα στην Ελλάδα, βλ. Σπινέλλη Κ. ?Τρωιάνου Α., (1992), Αρτινοπούλου Β., (1995), Αρτινοπούλου Β.- Μαγγανάς Α., (1996), Αρτινοπούλου Β. ? Φαρσεδάκης Ι., (2003).
Σημειώνεται ότι η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να συμμορφωθεί προς την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15.3.2001 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων γενικά σε ποινικές διαδικασίες (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 82 της 22.3.2001), το άρθρο 10 της οποίας επιβάλλει στα κράτη-μέλη την προώθηση της διαμεσολάβησης σε ποινικές υποθέσεις το αργότερο μέχρι την 22.3.2006.
Η αποδικαστηριοποίηση που ονομάζεται και εκτροπή, περιλαμβάνει κάθε παρέκκλιση από το σύστημα απονομής δικαιοσύνης σύμφωνα με την οποία χωρίς να καταργείται η κείμενη νομοθεσία, κινούνται οι διαδικασίες παραπομπής της υπόθεσης σε κοινωνικούς, προνοιακούς, παιδαγωγικούς ή ιατρικούς φορείς. Πρόκειται για διαδικασία που επικράτησε ως διαμεσολάβηση (mediation) και προβλέπεται τόσο από τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού όσο και τους Κανόνες του Πεκίνου( Σπινέλλη Κ. ? Τρωιάννου Α., (1992).